Έφυγε και αυτός ο χρόνος. Σε ένα γκρίζο περβάζι του 20ου ορόφου, να κοιτώ
δελεαστικά προς τα κάτω, κάθε όροφος και ένας ακόμα χρόνος στη ζωή μου.. Δε πιστεύω πως μεγαλώνω με τα γενέθλια μου, μα κάθε πρωτοχρονιά που περνάει για να μελαγχολώ.
Κάνω μία τελευταία βόλτα πριν ανέβω πιο πάνω να θαυμάσω την εικόνα του πρόσφατου
παρελθόντος. Βρίσκομαι σε μια σχολή που μου αρέσει όλο και περισσότερο, αλλά τόσο σιχαίνομαι, φωτογραφίες καθηγητών και συμφοιτητών στους τοίχους του δωματίου,
να με πνίγουν.
Πριν ακόμα ανοίξω τη δεύτερη πόρτα,
κόκκινη, φωτεινή, ακούω γέλια, γέλια παιδιών, γέλια μεγάλων, κόσμο
χαρούμενο. Μπαίνω στο δωμάτιο, φώτα, χρώματα, μια παραλία με κάτι βραχάκια και ένα beach bar κρυμμένα εκεί. Αχανές δωμάτιο. Δε θέλω να κλείσω την πόρτα πίσω μου και αυτή κλείνει μόνη της.
Δωμάτιο
μπλε, όχι του ουρανού, όχι της θάλασσας, μπλε βαθύ, της μελαγχολίας.
Κόκκινοι, ρομαντικοί, τόνοι πίσω από το μπλε του ξεπεσμού, και στο βάθος απόκοσμες μελωδίες παλιών γνώριμων ήχων. Η πρώτη σταγόνα πάνω στο καφέ μου παπούτσι και η μπόρα δεν αργεί. Βροχή παράξενη, αλμυρή να κλαίει από ψηλά.
Φεύγω. Δεν έχω όρεξη να κολυμπήσω.
Προχωράω πιο κάτω, δωμάτιο σκοτεινό και άδειο ακολουθεί, τα πόδια μου κρυώνουν, και το χιόνι του Δεκεμβρίου ξαναπέφτει γεμίζοντας το δωμάτιο. Δεν μου αρέσει το κρύο και φεύγω.
Βαρυφορτωμένο αυτό το δωμάτιο, τύπου barock, δεν βλέπεις όμως τη λάμψη του χρυσού παράξενες αποχρώσεις του μαύρου όνυχα το έχουν αντικαταστήσει. Δίπλα στο βασιλικό κρεβάτι ένας καθρέφτης. Δεν είναι αυτός και οι διαστάσεις του που θα πρόσεχες πρώτα στο δωμάτιο αυτό? Τολμώ και κοιτώ αλλά δε βλέπω εμένα βλέπω φλόγες να κατατρώνε το δωμάτιο και την καλότεχνη οροφή να γκρεμίζεται πάνω
στο ματωμένο τώρα κρεβάτι. Τρομάζω και κλείνω τα μάτια. Κλάσματα δευτερολέπτου και νοερούς αιώνες μετά τα ανοίγω για να δω ζωντανό ανοιξιάτικο τοπίο να αναγεννάται σαν φοίνικας από τις στάχτες του. Φεύγω και
συνεχίζω να συλλογίζομαι.
Περνάω πολλές πόρτες, άλλες μαύρες, άλλες με χαρτιά κολλημένα από έξω, οι περισσότερες γκρίζες και καφέ, να κρύβουν πράγματα ανούσια, καθημερινά και μικρά. Υπάρχουν δωμάτια άδεια, δωμάτια χωρίς πόρτες, δωμάτια ερείπια. Κάμαρες με σιδεριές απέξω, με καλά κρυμμένα μυστικά, που μόνο τρομαγμένα ουρλιαχτά και οι λυγμοί ενός παιδιού μπορεί να προδίδουν τι κρύβεται εκεί. Δεν θέλω και αυτό κάνω, γυρνώ την πλάτη σε όλες αυτές χωρίς να ανοίξω καμία, θύμισες καλά ξεχασμένες.
Στέκομαι και κοιτώ αυτήν την πόρτα είναι
μπλε, είναι
κόκκινη και
άσπρη, viva la France, είναι η πόρτα των ονείρων μου. Τραβώ μια φωτογραφία της και την προσπερνώ, ξέρω τι βρίσκεται μέσα, κάποια στιγμή θα τα βγάλω έξω για να τα κουβαλάω
υπερήφανος ως παράσημα στο πέτο, τόσο βαριά που να μη μπορώ να περπατήσω άλλο κάπου εκεί θα μείνω και θα ξεκουραστώ.
Η τελευταία πόρτα φαίνεται γυάλινη, πλησιάζω το κρύσταλλο και το σπρώχνω για να ανοίξει, ήταν η πρώτη διάφανη πόρτα, η μόνη που σε άφηνε να δεις με σιγουριά τι γίνεται.
Εκει βρισκόμουν εγώ, εκεί ήσουν εσύ μελαχρινή όπως πάντα να χαμογελάς ακούγοντας τη μουσική σου και να με προσκαλείς σε χορό. Σε πιάνω από το χέρι. Είναι βράδυ Πρωτοχρονιάς και το δωμάτιο τώρα ασφυκτιά από κόσμο, όσοι θα ήθελα, είναι εκεί. Σε τραβάω μαζί μου από το χέρι και τρέχεις να με ακολουθήσεις, γύρω μας η αντίστροφη μέτρηση έχει φτάσει στο 4. Εσύ είσαι που μου κρατούσες το χέρι για να κλειδώσω αυτή τη δρύινη πόρτα, τη βαρύτερη από όλες τις άλλες.
Έμεινα να σε κοιτώ και με τράβηξες στον 21ο...
target acquired