έβαλες τα καλά σου.
ένα γαλάζιο τζιν και το άσπρο σου μπλουζάκι.
τα χέρια σου πρησμένα με πίεζαν γύρω από το λαιμό μου, κατακόκκινα σαν ματωμένα.
νεκρή μαριονέτα με βλέμμα θολό και παγωμένο, με διαπερνούσες.
τη ζωή μου αναλογιζόμουν και σε άρπαξα, να πέσω στο κενό μαζί σου.
όσο και αν με πίεζες, είχα δύο μήνες μπροστά μου ακόμα, τόσο όσο ήθελα για να ακούσω να βγάζεις από μέσα σου ότι δίσταζες να πεις στους άλλους, εξομολογημένες αμαρτίες.
έλεγες για τις κραυγές των αγαπητικών σου, αυτών που ξεπουλάς κάθε μέρα,
αυτών που σε έπαιρναν χυδαία στο δρόμο,
και ήταν πολλοί, τρεις πόλεις και δύο πρωτεύουσες.
οι κόκκινες σταγόνες στέγνωναν στο πρόσωπό σου, όλα αυτά μέχρι να με ακούσω να σπάω, περιμένοντας την παράλλαξή σου.
με ένα υστερικό γέλιο φτάσαμε μαζί στο ισόγειο, και εκεί συνέχισες να προχωράς μόνη ψάχνοντας μια παράξενη ευτυχία.
έβγαλες το βαθυκόκκινο μπλουζάκι σου, η παράστασή σου ξεκινούσε
αλλά εμάς μας άφησες αγανακτισμένους να σε αγαπάμε
target acquired